- κλεομένους
- κλέωtell ofpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κλεομένους — Κλεομένης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Боевой состав греческой армии во время Первой Балканской войны — Ниже описан боевой состав греческой армии в Первую Балканскую войну. Содержание 1 Предыстория 2 Мобилизация 3 Боевой состав … Википедия
Κλεομενισταί — Κλεομενισταί, οἱ (Α) οπαδοί τού Κλεομένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κλεομένης] … Dictionary of Greek
καταβυρσώ — καταβυρσῶ, όω (Α) 1. καλύπτω κάτι εντελώς με δέρματα 2. τυλίγω κάτι μέσα σε δέρματα («τὸ σῶμα τοῡ Κλεομένους κρεμάσαι καταβυρσώσαντας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βυρσῶ «καλύπτω με δέρματα» (< βύρσα «δέρμα γδαρμένου ζώου»)] … Dictionary of Greek
κοινοπραγία — η (Α κοινοπραγία) [κοινοπραγώ] σύμπραξη, συνεργασία, κοινοπραξία αρχ. συνωμοσία («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», Πολ.) … Dictionary of Greek
πλαγιοφυλακή — η, Ν στρ. μονάδα πεζικού, ή ιππικού παλαιότερα, ή και απόσπασμα, που καλύπτει τα πλευρά, δεξιό και αριστερό, μιας κινούμενης φάλαγγας, με σκοπό την προστασία της από πλευρική εχθρική προσβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φυλακή (πρβλ. οπισθο φυλακή) … Dictionary of Greek
σκευάμαξα — η, Ν όχημα που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές, σκευοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + άμαξα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κλ. Κλεομένους] … Dictionary of Greek
Εχεκλής — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αρχηγός των Μυρμιδόνων. Ήταν γιος του Άκτορα. Παντρεύτηκε την όμορφη Πολυμήλη, θυγατέρα του Φύλαντα. II (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος από την Έφεσο, μαθητής του Κλεομένους του Θεόμβροτου και δάσκαλος του Μενεδήμου.… … Dictionary of Greek
Κλεομένης — I Όνομα τριών βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Κ. Α’ (; – 490; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (520 490 π.Χ.). Ήταν γιος του Αναξανδρίδα Β’, από το βασιλικό γένος των Αγιαδών. Ανέβηκε στον θρόνο περίπου το 520 π.Χ. Ηγήθηκε του σπαρτιατικού στρατού που… … Dictionary of Greek
νεοαττική τέχνη — Τεχνοτροπία που αναπτύχθηκε στη Ρώμη τον 1o αι. π.Χ. από Έλληνες γλύπτες που ασχολούνταν με την αντιγραφή κυρίως των κλασικών δημιουργών της αττικής τέχνης. Τέτοια αντίγραφα βρίσκονται σε πολλά μουσεία της Ιταλίας. Οι πιο σημαντικοί καλλιτέχνες… … Dictionary of Greek